Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ανεξάρτητα από

  • 1 ανεξαρτητα απο ...

    abgesehen von...

    Griechisch-Deutsch-Wörterbuch > ανεξαρτητα απο ...

  • 2 независимо

    επίρ.
    ανεξάρτητα• ελεύθερα•

    независимо от... ανεξάρτητα απο...

    Большой русско-греческий словарь > независимо

  • 3 лицо

    лиц||о
    с
    1. τό πρόσωπο[ν], ἡ φυσιογνωμία, τό μοῦτρο:
    черты \лицоа τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου·
    2. (лицевая сторона) ἡ καλή τοῦ ὑφάσματος (ткани)/ ἡ πρόσοψη [-ις] (здания)·
    3. (человек) τό πρόσωπο[ν], τό ἄτομο[ν], ὁ ἄνθρω-πος:
    главное действующее \лицо τό κύριον πρόσωπον, ὁ πρωταγωνιστής· юридическое \лицо τό νομικόν πρόσωπον важное \лицо ἡ προσωπικότητα [-ης], τό σπουδαίο πρόσωπο· невзирая на лица ἀνεξάρτητα ἀπό πρόσωπα, ἀμερόληπτα· перемещенные лица οἱ ἐκτοπισμένοι, οἱ ἐκτοπισθέντες·
    4. грам. τό πρόσωπον ◊ перед \лицоо́м чего-л. μπροστά σέ· зиать кого-л. в \лицо γνωρίζω κάποιον ἐξ ὀψεως· показать товар \лицоо́м δείχνω κάτι ἀπό τήν καλή· это вам к \лицоу́ αὐτό σᾶς πάει· стереть что́-л. с \лицоа земли κάνω κάτι νά ἐξαφανιστεί ἀπ· τό πρόσωπο τής γής· смотреть в \лицо опасности ἀντιμετωπίζω τόν κίνδυνον κατά πρόσωπον \лицоо́м в грязь не ударить νά μή ντροπιαστούμε, νά βγούμε ἀσπροπρόσωποι· сказать в \лицо кому-л. λέω κατάμουτρα

    Русско-новогреческий словарь > лицо

  • 4 πρόσωπο(ν)

    τό
    1) лицо;

    ωραίο πρόσωπο(ν) — красивое лицо;

    τα χαρακτηριστικά τού προσώπου черты лица;
    2) лицо, личность, человек, персона;

    νομικό πρόσωπο(ν) — юридическое лицо;

    υψηλό πρόσωπ

    высокопоставленная особа;

    ύποπτο πρόσωπο(ν) — подозрительная личность;

    σπουδαίο πρόσωπο(ν) — важное лицо;

    επίσημο πρόσωπο(ν) — официальное лицо;

    δυό πρόσωπα — два человека, двое;

    γιά δυό πρόσωπα — на двоих, на два лица;

    3) лицевая сторона, фасад (здания);
    4) театр, действующее лицо, персонаж; роль;

    κύριον πρόσωπο(ν) — главное действующее лицо;

    παίζω το πρόσωπο(ν) τού Οίδίποδος — играть роль Эдипа;

    5) лик (святого);
    6) грам, лицо;

    § εξαλείφω ( — или εξαφανίζω) απ' το πρόσωπο(ν) της γης — стереть с лица земли;

    δεν 2χω πρόσωπο(ν) να βγω στον κόσμο — стыдиться, не решаться показываться людям на глаза;

    δεν είδα θεού πρόσωπο — всё выходило мне боком;

    κατά πρόσωπο(ν) — прямо в лицо;

    του τα έψαλα κατά πρόσωπο(ν) — я ему сказал это прямо в лицо;

    αντιμετωπίζω τον κίνδυνο κατά πρόσωπο(ν) — смотреть в лицо опасности;

    ανεξάρτητα από πρόσωπα — невзирая на лица

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρόσωπο(ν)

  • 5 πρόσωπο(ν)

    τό
    1) лицо;

    ωραίο πρόσωπο(ν) — красивое лицо;

    τα χαρακτηριστικά τού προσώπου черты лица;
    2) лицо, личность, человек, персона;

    νομικό πρόσωπο(ν) — юридическое лицо;

    υψηλό πρόσωπ

    высокопоставленная особа;

    ύποπτο πρόσωπο(ν) — подозрительная личность;

    σπουδαίο πρόσωπο(ν) — важное лицо;

    επίσημο πρόσωπο(ν) — официальное лицо;

    δυό πρόσωπα — два человека, двое;

    γιά δυό πρόσωπα — на двоих, на два лица;

    3) лицевая сторона, фасад (здания);
    4) театр, действующее лицо, персонаж; роль;

    κύριον πρόσωπο(ν) — главное действующее лицо;

    παίζω το πρόσωπο(ν) τού Οίδίποδος — играть роль Эдипа;

    5) лик (святого);
    6) грам, лицо;

    § εξαλείφω ( — или εξαφανίζω) απ' το πρόσωπο(ν) της γης — стереть с лица земли;

    δεν 2χω πρόσωπο(ν) να βγω στον κόσμο — стыдиться, не решаться показываться людям на глаза;

    δεν είδα θεού πρόσωπο — всё выходило мне боком;

    κατά πρόσωπο(ν) — прямо в лицо;

    του τα έψαλα κατά πρόσωπο(ν) — я ему сказал это прямо в лицо;

    αντιμετωπίζω τον κίνδυνο κατά πρόσωπο(ν) — смотреть в лицо опасности;

    ανεξάρτητα από πρόσωπα — невзирая на лица

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρόσωπο(ν)

  • 6 irrespective of

    (without consideration of: The pupils are all taught together, irrespective of age or ability.) άσχετα με, ανεξάρτητα από

    English-Greek dictionary > irrespective of

  • 7 вещь

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. πράγμα, αντικείμενο•

    необходимые -и τα απαραίτητα πράγματα•

    домашние -и τα πράγματα του σπιτιού.

    || ενδύματα, ιματισμός•

    положить -и в дорожный мешок βάζω τα πράγματα στονοδοιπο-πορικό σάκκο.

    2. έργο, δημιούργημα•

    художник дал на выставку свой лучшие -и ο καλλιτέχνης έδοσε στην έκθεση τα καλύτερα έργα του.

    3. γεγονός, κατάσταση•

    ты глубже смотри на -и εσύ βαθύτερα να εξετάζεις τα πράγματα•

    странная вещь παράξενο πράγμα.

    4. (φιλοσ.) αν τικείμενο, φαινόμενο•

    существуют -и независимо от нашего сознания υπάρχουν αντικείμενα ανεξάρτητα από τη συνείδηση μας•

    -и в сейе αντικείμενα αυτά καθ’ εαυτά.

    Большой русско-греческий словарь > вещь

  • 8 теплокровные

    -ых πλθ: -ые животные τα ζώα με σταθερή θερμοκρασία (ανεξάρτητα από το περιβάλλον).

    Большой русско-греческий словарь > теплокровные

  • 9 уравниловка

    θ.
    εξίσωση, ισοσκέλιση, ισοφάριση (αδικαιολόγητη, αβάσιμη, άδικη)•

    ликвидировать -у в заработной плате καταργώ την εξίσωση των αποδοχών (γενομένη ανεξάρτητα από την ποσότητα και ποιότητα παραγωγής).

    Большой русско-греческий словарь > уравниловка

  • 10 взирать

    взира||ть
    несов уст. ἀτενίζω, παρατηρώ, βλέπω· ◊ не \взиратья на ли́ца ἀνεξάρτητα (или ἄσχετα) ἀπό τά πρόσωπα.

    Русско-новогреческий словарь > взирать

См. также в других словарях:

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …   Dictionary of Greek

  • θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… …   Dictionary of Greek

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • θεμέλια της σχετικότητας του Αϊνστάιν — Εκτός από την κίνηση των υλικών σωμάτων, που ρυθμίζεται από τους νόμους της μηχανικής, υπάρχουν στη φύση και φαινόμενα κυματοειδούς τύπου. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα ηχητικά κύματα μπορούν να αναχθούν σε τελευταία ανάλυση στην κίνηση των σωματιδίων… …   Dictionary of Greek

  • νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»